Πέμπτη, Φεβρουαρίου 01, 2007

Ακρότητες

Αντιγράφω email της Όλιας που μας μεταφέρει την εμπειρία της από τα διαφορετικά συστήματα παιδείας. Ο τίτλος δικός της.

"Θα ξεκινήσω με τη φράση ενός πολύ καλού μου φίλου πολιτικού που θεωρεί αποτυχία ολόκληρου του πολιτικού συστήματος τη συζήτηση για το άρθρο 16. Πράγματι, η ΝΔ αλλά και ως ένα βαθμό και το ΠΑΣΟΚ, δεν μπόρεσαν να αγγίξουν την ουσία του θέματος ώστε να ξεκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος για την αναβάθμιση της παιδείας μας με συγκεκριμένες προτάσεις και λύσεις. Η κυβέρνηση χωρίς καμία έμπνευση, με περισσή προχειρότητα μιλάει για μεταρρυθμίσεις στην παιδεία. Στην πραγματικότητα κρατάει την καυτή πατάτα που της πέταξε η Ευρωπαϊκή Ένωση περί μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων και δεν ξέρει τι να την κάνει. Την πετάει πότε, πότε και στο ΠΑΣΟΚ επιθυμώντας να μοιραστεί μαζί του το κάψιμο απ’ αυτήν. Τα πραγματικά, όμως, προβλήματα του θέματος δεν έχουν δυστυχώς ακόμη τεθεί και πολύ περισσότερο δεν έχουν ακόμη συζητηθεί. Ανακάλυψα, λοιπόν, ότι τα προβλήματα μπορούν να εντοπιστούν από τις ακρότητες και των τεσσάρων εμπλεκόμενων μερών. Ακρότητες από την πλευρά της κυβέρνησης, ακρότητες από την πλευρά της αντιπολίτευσης (συνολικά), ακρότητες από την πλευρά των φοιτητών, ακρότητες από την πλευρά των ακαδημαϊκών. Ακρότητες και αδιαφορία από την πλευρά της κυβέρνησης να παρουσιάζει ως μεταρρύθμιση την αναθεώρηση του άρθρου 16, την κατάργηση του ασύλου, τον περιορισμό των αιώνιων φοιτητών, τη μείωση της εκπροσώπησης των φοιτητών στα συμβούλια τμημάτων των σχολών κ.λ.π. Αυτό δεν είναι μεταρρύθμιση στην παιδεία. Αυτά δεν είναι ουσιαστικές προτάσεις για την προώθηση της γνώσης. Καμία πρόταση για τον τρόπο αύξησης κονδυλίων για τα πανεπιστήμια, καμία καινοτομία για την ποιοτική τους αναβάθμιση, καμία διάθεση δημιουργίας ανταγωνιστικών σχολών ώστε να ισχυροποιηθούν και να ενισχυθούν τα πτυχία των φοιτητών στην αγορά εργασίας και το σημαντικότερο να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός πιο ανταγωνιστικού ελληνικού περιβάλλοντος.

Ακρότητες από την πλευρά της αντιπολίτευσης και των πολιτών που εκφράζονται μέσω αυτής. Διχασμένοι, λοιπόν, ξεκινούν μεγάλες αντιπαραθέσεις χωρίς να αγγίζουν, όμως, και πάλι την ουσία. Μπλοκαρισμένοι από την αναποτελεσματικότητα του εξεταστικού μας συστήματος και την υποβάθμιση των πανεπιστημίων και από την άλλη υπό την πίεση των ευρωπαϊκών κοινοτικών οδηγιών αλλά και των υπέρογκων ποσών που ούτως ή αλλιώς δαπανούν, νιώθουν ότι πρέπει να πουν ναι στην αναθεώρηση. Η άλλη αντιπολίτευση ενστερνίζεται το όχι επικαλούμενη το κατά τα άλλα ιστορικό και ιερό τρίπτυχο « Δημόσια Δωρεάν Παιδεία». Δεν ασχολούνται, όμως, και δεν έχουν καμία διάθεση ουσιαστικής ενίσχυσης της ποιότητας της δημόσιας παιδείας. Από το δημοτικό μέχρι το πανεπιστήμιο ο δρόμος της δημόσιας παιδείας δεν είναι ρόδινος…Νιώθω μεγάλο σεβασμό για το ρόλο του δασκάλου θεωρώντας ότι είναι ένα μοναδικό λειτούργημα και πράγματι υπάρχουν αξιόλογοι δημόσιοι λειτουργοί στα σχολειά μας σε όλες τις βαθμίδες. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και αρκετοί, επιεικώς αναποτελεσματικοί, απράγμονες, φερόμενοι ως δάσκαλοι οι οποίοι με την ανοχή αλλά κυρίως με την αδυναμία άσκησης εξουσίας των διευθυντών συνεχίζουν στα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια να «παιδεύουν» εμάς και τα παιδιά μας. Καμία ουσιαστική πρόταση επ’ αυτού. Οι λέξεις αξιολόγηση, ποιότητα, αποτελεσματικότητα είναι λέξεις ταμπού για τη μερίδα εκείνη της αντιπολίτευσης που βολεύεται στη διατήρηση της «δημόσιας» κατάστασης θυμίζοντας μου το «Παπούτσι από τον τόπο σου και ας είναι μπαλωμένο». Και όλα αυτά γιατί δεν αντιμετωπίζουν το σχολείο ή το πανεπιστήμιο ως ένα οργανισμό που είτε το θέλουν είτε όχι προκειμένου να είναι επιτυχημένος θα πρέπει να είναι αποτελεσματικός με ό,τι αυτό συνεπάγεται από οικονομικής άποψης. Η συνύπαρξη δε και του ιδιωτικού τομέα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση προκύπτει απ’ όλα τα παραπάνω. Είναι, όμως, εύκολο τα ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια να αποτελέσουν τον αποδιοπομπαίο τράγο και ας εργάζονται περισσότερες ώρες οι εκπαιδευτικοί σε αυτά και ας αμείβονται αναγκαστικά λιγότερο (λόγω ανταγωνισμού) αναλογικά με τις ώρες εργασίας τους σε σχέση με τους δημόσιους λειτουργούς. Επιπλέον, οι ίδιοι αλλά και οι ιδιοκτήτες αυτών των σχολών βρίσκονται πάντα στην απέναντι όχθη, ως οι εκμεταλλευτές, και ας εκτίθενται περισσότερο και ας αγωνιούν για την προσωπική επιτυχία των παιδιών στερούμενοι πολλές φορές το κύρος και την εγκυρότητα του δημόσιου σχολείου. Όσο για τη «δωρεάν» παιδεία, αν προσπεράσουμε τη δευτεροβάθμια ταλαιπωρία, είναι πράγματι επίτευγμα και αποτέλεσμα αγώνων η δυνατότητα ίσων ευκαιριών στη μάθηση. Έχουμε, όμως, στην πραγματικότητα ίσες ευκαιρίες σπουδάζοντας σε πανεπιστήμια που σιγά σιγά ξεπερνιούνται από την αγορά και την παγκόσμια διαμορφούμενη κατάσταση. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να καταθέσω προσωπική μαρτυρία. Είχα ταξιδέψει ένα καλοκαίρι στην Αγγλία όπου παρακολούθησα σε ηλικία 18 ετών κύκλο σεμιναρίων σε κολλέγιο στο Norwich. Ένιωσα πραγματικά άσχημα όταν, αν εξαιρέσεις τους Άραβες που στερούνταν βασικών γνώσεων, συμφοιτητές από άλλες χώρες, Γερμανοί, Ιάπωνες, Ιταλοί είχαν απίστευτη εξοικείωση με τους Η/Υ, γνώριζαν τι σημαίνει μελετώ στη βιβλιοθήκη και μαζεύω στοιχεία για τις εργασίες μου, ήξεραν να μελετούν με έναν τρόπο έξω από τη στείρα αποστήθιση κάποιων κειμένων και ήταν μόλις 18 ετών. Και τότε μετάνιωσα που για ιδεολογικούς και μόνο λόγους αρνήθηκα να ενταχθώ σε ιδιωτικό σχολείο όταν μου δόθηκε η ευκαιρία. Αυτό ως παρατήρηση για το ίσες ευκαιρίες. Δυστυχώς, λοιπόν, η κατάκτηση της δωρεάν παιδείας δεν συνοδεύεται από βελτίωση της ποιότητας τους, από έκρηξη γνώσεων και ιδεών, δεν οδηγεί στη δημιουργία επιστημόνων που θα οδηγήσουν τη χώρα μας πιο μπροστά σε όλους τους τομείς και τα επίπεδα.

Για να περάσουμε τώρα στις ακρότητες από την πλευρά των φοιτητών, αυτών των παιδιών που νιώθουν για άλλη μια φορά την ανασφάλεια και το φόβο για το μέλλον τους. Η επιλογή των σχολών τους προέκυψε από ένα συνδυασμό των όχι και τόσο ξεκάθαρων θέλω, ίσως ανάμεικτα με τα θέλω των γονιών τους (και πώς θα μπορούσαν άλλωστε να έχουν ξεκάθαρη εικόνα της αγοράς και των σχολών αφού ο σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός γίνεται στο σχολείο τους για να συμπληρωθούν οι ώρες κάθε λογής ειδικοτήτων των εκπαιδευτικών). Εισάγονται, λοιπόν, σε σχολές που τις περισσότερες φορές δεν λαχταρούν, μάλλον από σύμπτωση βρέθηκαν σε αυτές, τύχη ή ατυχία θα φανεί αργότερα. Ταλαιπωρημένοι από ένα εξεταστικό σύστημα (χωράει ξεχωριστή συζήτηση), βρίσκονται σε μία σχολή (την θέλουν ή όχι, πολλές φορές αργούν να το απαντήσουν) και πάνω που πάνε να την συνηθίσουν έρχεται η βόμβα ότι δεν είναι μόνοι τους στο χορό. Μη κρατικά, δηλαδή τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα σε περισσότερους που έχουν και τη σιγουριά της οικονομικής υπεροχής. Με αυτά και με αυτά έχουμε φτάσει να είναι υπό κατάληψη τόσους μήνες τώρα τα δημόσια ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Άφησα τελευταία την ακαδημαϊκή κοινότητα και τις ακρότητές της. Ή να πω καλύτερα ακαδημαϊκή οικογένεια, χωρίς εισαγωγικά. Γιοι, κόρες, σύζυγοι, ερωμένες, όλοι μια οικογένεια αλλά μόνο αυτοί. Μία κάστα που αποφασίζει για την παιδεία των υπολοίπων. Κάποιοι από αυτούς, περισσότερο ευσυνείδητοι προσπαθούν και πράγματι τιμούν τον τίτλο του ακαδημαϊκού. Κάποιοι άλλοι δεν μπαίνουν στον κόπο γιατί απλούστατα δεν έχουν να απολογηθούν σε κανέναν, δεν ελέγχονται και το σημαντικότερο, όπως λέτε κύριε Ανδρουλάκη, άλλη μία κοινωνική αδικία στημένη στην κοινωνική δικαιοσύνη : ίση αμοιβή για όλους τους καθηγητές, Κουτσοί, στραβοί όλοι στον Άγιο Παντελεήμονα…Αλίμονο στους φοιτητές μας που περιμένουν εναγωνίως να γίνουν ολοκληρωμένοι επιστήμονες, δημιουργοί καινοτόμων ιδεών, ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας.

Θα κλείσω, λοιπόν, με αυτή τη φράση : «η κοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να οδηγήσει στην μεγαλύτερη κοινωνική αδικία». Ας το βάλουμε καλά στο μυαλό μας και ας ξεκινήσουμε ένα πραγματικό διάλογο με κοινωνική συνείδηση. Απαιτούνται θαρραλέες προτάσεις και αποφάσεις και όχι μεταρρυθμίσεις ανέμπνευστες, πρόχειρες και ρηχές".

Όλια